Η λέξη "pelota" είναι ουσιαστικό (feminine noun).
/pelota/
Η λέξη "pelota" αναφέρεται σε ένα σφαιρικό αντικείμενο, συχνά κατασκευασμένο από δέρμα ή καουτσούκ, το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορα αθλήματα και παιχνίδια. Χρησιμοποιείται ευρέως στη γλώσσα των Ισπανών και εμφανίζεται με περισσότερη συχνότητα σε ανάλογες περιγραφές στον προφορικό λόγο, λόγω της εμπλοκής της σε καθημερινές δραστηριότητες και αθλήματα.
"Voy a comprar una pelota para jugar al fútbol."
(Θα αγοράσω μια μπάλα για να παίξω ποδόσφαιρο.)
"Los niños están jugando con una pelota en el parque."
(Τα παιδιά παίζουν με μια μπάλα στο πάρκο.)
Η λέξη "pelota" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ρίχνει την ευθύνη για κάτι σε κάποιον άλλον.
"Hacer pelota."
(Κάνω μπάλα.)
Σημαίνει να έχεις υπερβολική ευγένεια ή να κολακεύεις κάποιον.
"No es mi pelota."
(Δεν είναι η μπάλα μου.)
Σημαίνει ότι δεν είναι δική σου ευθύνη ή ότι δεν εμπλέκεσαι σε μια κατάσταση.
"Tirar la pelota afuera."
(Ρίχνω την μπάλα έξω.)
Η λέξη "pelota" προέρχεται από το λατινικό "pīla", που σημαίνει "μπάλα" ή "σφαίρα".
esfera (σφαίρα)
Αντώνυμα: