Η λέξη "pena" είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpena/
Η λέξη "pena" στα ισπανικά έχει πολλές σημασίες, που ποικίλλουν ανάλογα με το πλαίσιο. Συνήθως αναφέρεται σε μια κατάσταση που προκαλεί θλίψη ή αίσθηση συμφοράς, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε νομικές ποινές ή ποινές φυλάκισης.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ella sintió una gran pena cuando escuchó la noticia.
(Αυτή ένιωσε μεγάλη θλίψη όταν άκουσε την είδηση.)
El juez impuso una pena de cinco años de cárcel.
(Ο δικαστής επέβαλε ποινή πέντε ετών φυλάκισης.)
Es una pena que no puedas venir a la fiesta.
(Είναι κρίμα που δεν μπορείς να έρθεις στο πάρτι.)
Η λέξη "pena" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
No hay pena sin alegría.
(Δεν υπάρχει θλίψη χωρίς χαρά.)
Lo hice por pena.
(Το έκανα από συμπόνοια.)
Es una pena que no podamos resolver los problemas.
(Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα.)
Más vale una pena conocida que una pena por conocer.
(Καλύτερα μια γνωστή θλίψη παρά μια άγνωστη θλίψη.)
Siento pena ajena.
(Νιώθω ντροπή για κάποιον άλλο.)
Η λέξη "pena" προέρχεται από το λατινικό "poena", που σημαίνει "ποινή" ή "τιμωρία".