Η λέξη "penal" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "penal" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /peˈnal/.
Η λέξη "penal" χρησιμοποιείται στη νομική γλώσσα για να αναφέρεται σε ενέργειες ή διαδικασίες που σχετίζονται με ποινές ή το ποινικό δίκαιο. Στη γενική γλώσσα, μπορεί να υποδηλώνει κάτι που σχετίζεται με την εκτέλεση ποινών ή την αποδοχή της ποινικής ευθύνης. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή στην νομική ορολογία και ειδικότερα στα γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο από νομικούς και ανθρώπους που ασχολούνται με ποινικά θέματα.
La ley penal establece las reglas para juzgar los delitos.
(Ο ποινικός νόμος καθορίζει τους κανόνες για τη δίκη των εγκλημάτων.)
El abogado se especializa en derecho penal.
(Ο δικηγόρος ειδικεύεται στο ποινικό δίκαιο.)
Las reformas en el sistema penal son necesarias.
(Οι μεταρρυθμίσεις στο ποινικό σύστημα είναι απαραίτητες.)
El derecho penal se ocupa de los delitos graves.
(Το ποινικό δίκαιο ασχολείται με τα σοβαρά εγκλήματα.)
Código penal
(Ποινικός κώδικας)
Αναφέρεται στον νομικό κώδικα που περιλαμβάνει τους ποινικούς νόμους.
Se están revisando los artículos del código penal.
(Οι άρθρα του ποινικού κώδικα αναθεωρούνται.)
Responsabilidad penal
(Ποινική ευθύνη)
Αναφέρεται στην ευθύνη που έχει κάποιος για ένα έγκλημα.
Η λέξη "penal" προέρχεται από το λατινικό "penalis", το οποίο σχετίζεται με την ποινή (poena) και τη διαδικασία επιβολής ποινών.
Συνώνυμα: - punitivo (ποινικό) - sancionador (κυρωτικός)
Αντώνυμα: - exculpatorio (αθωωτικός) - no punitivo (μη ποινικό)