Η λέξη "penalidad" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "penalidad" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /penaliˈðað/.
Η λέξη "penalidad" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - ποινή - ποινική κύρωση
Η λέξη "penalidad" αναφέρεται σε ποινές ή κυρώσεις που επιβάλλονται σε κάποιον λόγω παραβίασης του νόμου ή κανόνων. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα του δικαίου. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί επίσης να ακούγεται σε νομικές συζητήσεις ή ιδιωτικές συνομιλίες.
Η ποινή για οδήγηση χωρίς άδεια είναι ένα πρόστιμο.
El juez impuso una penalidad severa por el delito cometido.
Ο δικαστής επιβλήθηκε μια αυστηρή ποινή λόγω του διαπραχθέντος εγκλήματος.
Las leyes sobre penalidades han cambiado en los últimos años.
Η λέξη "penalidad" μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Να βρίσκεσαι σε κατάσταση ποινής.
La penalidad de prisión es más común en casos graves.
Η ποινή φυλάκισης είναι πιο συχνή σε σοβαρές περιπτώσεις.
La severidad de la penalidad depende del delito.
Η αυστηρότητα της ποινής εξαρτάται από το έγκλημα.
Conocer las penalidades es importante para la prevención del delito.
Η λέξη "penalidad" προέρχεται από τη λέξη "penal", που σημαίνει "ποινικός", και στηρίζεται στη λατινική ρίζα "poena", που σημαίνει "ποινή".
Συνώνυμα: - sanción (κύρωση) - castigo (τιμωρία)
Αντώνυμα: - recompensa (ανταμοιβή) - perdón (συγχώρεση)