Ρήμα
/penaɾ/
Η λέξη "penar" σημαίνει να επιβληθεί ποινή ή να τιμωρηθεί κάποιος για μια παράβαση ή αδίκημα. Χρησιμοποιείται και σε νομικά πλαίσια για να περιγράψει την επιβολή ποινών σε εγκληματικές πράξεις. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El tribunal decidió penar al acusado con cinco años de prisión.
Το δικαστήριο αποφάσισε να τιμωρήσει τον κατηγορούμενο με πέντε χρόνια φυλάκισης.
No deberías penar a los niños por sus errores; es mejor enseñarles.
Δεν θα έπρεπε να τιμωρείς τα παιδιά για τα λάθη τους; Είναι καλύτερα να τους διδάξεις.
Penar por crímenes graves es necesario para mantener el orden en la sociedad.
Η τιμωρία για σοβαρά εγκλήματα είναι απαραίτητη για την διατήρηση της τάξης στην κοινωνία.
Η λέξη "penar" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
Penar por amor
Να τιμωρηθείς λόγω έρωτα.
Penar por amor es algo muy común en los adolescentes.
Να τιμωρείσαι λόγω έρωτα είναι κάτι πολύ κοινό στους εφήβους.
Penar en el olvido
Να τιμωρηθείς με την αμνησία.
Es fácil penar en el olvido cuando alguien se aleja de ti.
Είναι εύκολο να τιμωρηθείς με την αμνησία όταν κάποιος απομακρύνεται από σένα.
Penar a solas
Να τιμωρηθείς μόνος.
A veces es mejor penar a solas que rodeado de gente.
Μερικές φορές είναι καλύτερα να τιμωρείσαι μόνος παρά περιτρυγιρισμένος από κόσμο.
Η λέξη "penar" προέρχεται από το λατινικό "poenāre", το οποίο σημαίνει "να τιμωρείς" και έχει τις ρίζες του στον όρο "poena", που σημαίνει "ποινή".
Συνώνυμα:
- Castigar (τιμωρώ)
- Sancionar (επιβάλλω ποινή)
- Multar (επιβάλλω πρόστιμο)
Αντώνυμα:
- Perdonar (συγχωρώ)
- Liberar (απαλλάσσω)
- Exculpar (αθωώνω)