Penca είναι ουσιαστικό.
/ˈpen.ka/
Η λέξη penca χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να αναφερθεί κυρίως σε ένα σχήμα ή δομή φυτού, όπως τα φύλλα ή τα στελέχη ορισμένων παχύφυτων, όπως η αλόη. Χρησιμοποιείται επίσης στην καθομιλουμένη για να περιγράψει τα εν λόγω φυτά σε πολλές ισπανόφωνες χώρες. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλότερη στον προφορικό λόγο, ειδικά σε αγροτικές και φυσικές περιβαλλοντικές συζητήσεις.
Παραδειγματικές προτάσεις: - La penca de la planta es muy gruesa. - (Το στέλεχος του φυτού είναι πολύ παχύ.) - Las pencas de nopal son comestibles. - (Τα φύλλα από το νόπαλ είναι βρώσιμα.) - En el desierto, las pencas son esenciales para la supervivencia. - (Στην έρημο, οι πένκες είναι απαραίτητες για την επιβίωση.)
Η λέξη "penca" μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανικών, ιδίως για να περιγράψει, με μεταφορικούς όρους, καταστάσεις ή χαρακτηριστικά ανθρώπων ή αντικειμένων.
Ιδιωματικές εκφράσεις: - No me vengas con pencas. - (Μην έρχεσαι σε μένα με ανοησίες.) - Esa idea es una penca sin sentido. - (Αυτή η ιδέα είναι ένα άσκοπο φύλλο.) - Estás hablando pencas, mejor cállate. - (Μιλάς ανοησίες, καλύτερα να σωπάσεις.)
Η λέξη penca προέρχεται από το λατινικό "penca", που σημαίνει "φύλλο" ή "πολλαπλασιασμός" και σχετίζεται με φυτά που έχουν παχιά φύλλα ή στελέχη.
Συνώνυμα: - Hoja (φύλλο) - Tallo (στέλεχος)
Αντώνυμα: - Rama (κλάδος) - Fruto (καρπός)