pendencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pendencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "pendencia" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pendencia" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /penˈdenθja/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /penˈdentsja/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "pendencia" αναφέρεται σε κάτι που είναι σε εκκρεμότητα ή που περιμένει κάποια ενέργεια ή απόφαση, συχνά σε νομικό ή αρχειοθετημένο πλαίσιο. Χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, ιδιαίτερα στον τομέα του δικαίου, για να περιγράψει υποθέσεις που δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "pendencia" χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα, αλλά είναι επίσης παρούσα στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La pendencia del caso se prolonga más de lo esperado.
    (Η εκκρεμότητα της υπόθεσης παρατείνεται περισσότερο από το αναμενόμενο.)

  2. La pendencia de la solicitud requiere una revisión exhaustiva.
    (Η εκκρεμότητα της αίτησης απαιτεί μια διεξοδική αναθεώρηση.)

  3. En la pendencia del juicio, se llevaron a cabo varias audiencias.
    (Στην εκκρεμότητα της δίκης, διεξήχθησαν πολλές ακροάσεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "pendencia" χρησιμοποιείται κυρίως σε πολύ συγκεκριμένα νομικά και γραφειοκρατικά συμφραζόμενα και δεν παρατηρούνται πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σε πιο γενικές και πληροφοριακές εκφράσεις:

  1. La pendencia entre dos partes puede llevar a un litigio.
    (Η εκκρεμότητα μεταξύ δύο μερών μπορεί να οδηγήσει σε δίκη.)

  2. No debemos dejar en la pendencia los asuntos importantes.
    (Δεν πρέπει να αφήνουμε σε εκκρεμότητα τα σημαντικά θέματα.)

  3. Es mejor resolver la pendencia de inmediato.
    (Είναι καλύτερο να επιλύσουμε την εκκρεμότητα αμέσως.)

  4. La administración necesita abordar la pendencia de las reclamaciones.
    (Η διοίκηση χρειάζεται να αντιμετωπίσει την εκκρεμότητα των απαιτήσεων.)

  5. Una pendencia en el trabajo puede afectar la productividad.
    (Μια εκκρεμότητα στη δουλειά μπορεί να επηρεάσει την παραγωγικότητα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "pendencia" προέρχεται από το λατινικό "pendentia", που σημαίνει "εκκρεμότητα" ή "κρεμάμενη κατάσταση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - ekkrémousa (εκκρεμότητα) - aktī (αναμονή)

Αντώνυμα: - resolución (λύση) - conclusión (συμπέρασμα)

Αυτές οι πτυχές αποτυπώνουν την εννοιολογική και εφαρμοστική σημασία της λέξης "pendencia" στην ισπανική γλώσσα.



23-07-2024