Το "pendenciero" είναι επίθετο.
Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /pen.denˈθje.ro/ (στην ισπανόφωνη προφορά).
Η λέξη "pendenciero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι склон склонедעת ή έχει τάση για καβγάδες, συνήθως με αρνητική σημασία. Ουσιαστικά αναφέρεται σε άτομα που είναι διαρκώς σε σύγκρουση ή συχνά προκαλούν καβγάδες. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί στον προφορικό λόγο, ιδίως σε περιβάλλοντα που αφορούν αντιπαραθέσεις ή διαμάχες.
Ese chico es muy pendenciero y siempre busca peleas en la escuela.
(Αυτό το αγόρι είναι πολύ τσαγανό και πάντα ψάχνει καβγάδες στο σχολείο.)
No me gustan las personas pendencieras porque crean problemas.
(Δεν μου αρέσουν οι μαχητές γιατί δημιουργούν προβλήματα.)
El pendenciero del barrio tuvo otra pelea anoche.
(Ο μάγκας της γειτονιάς είχε άλλο ένα καβγά χτες το βράδυ.)
Η λέξη "pendenciero" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν τη σφαίρα των κοινωνικών ανταγωνισμών και των συγκρούσεων.
Con un carácter pendenciero, siempre termina en problemas.
(Με έναν τσαγανό χαρακτήρα, πάντα καταλήγει σε προβλήματα.)
Es conocido como el pendenciero del grupo, siempre busca la confrontación.
(Είναι γνωστός ως ο μαχητής της ομάδας, πάντα ψάχνει για την αντιπαράθεση.)
A veces, los pendencieros son los que más amigos tienen, aunque sean problemáticos.
(Μερικές φορές, οι τσαγανό είναι αυτοί που έχουν περισσότερους φίλους, αν και είναι προβληματικοί.)
La fama de pendenciero lo persigue, no importa dónde vaya.
(Η φήμη του μάγκα τον ακολουθεί, ανεξαρτήτως του που πηγαίνει.)
Cuidado con el pendenciero que se acerca, no le gustan las discusiones pacíficas.
(Προσοχή με τον τσαγανό που πλησιάζει, δεν του αρέσουν οι ειρηνικές συζητήσεις.)
Η λέξη "pendenciero" προέρχεται από το ουσιαστικό "pendencia", που σημαίνει "αντιπαράθεση" ή "σύγκρουση", και συνδέεται με τη λατινική λέξη "pendere", που σημαίνει "κρεμάω" ή "εκκρεμώ". Υπονοεί την τάση για κάτι που δεν έχει καθοριστεί ή κρέμεται σε μια κατάσταση, όπως μια σύγκρουση.
Peleador (μαχητής)
Αντώνυμα: