Το "pendiente" είναι επίθετο και ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "pendiente" στα διεθνή φωνητικά σύμβολα (IPA) είναι /penˈdjen.te/.
Το "pendiente" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει κάτι που είναι κρεμαστό ή εκκρεμές. Στην οικονομία, μπορεί να αναφέρεται σε ανοικτές υποθέσεις ή λογαριασμούς. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να σημαίνει μια εκκρεμούσα υπόθεση ή απόφαση.
Η χρήση του είναι συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να αξιοποιείται περισσότερο σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
La tarea sigue pendiente para ser entregada.
(Η εργασία παραμένει εκκρεμής για να παραδοθεί.)
El anillo que lleva puesto es un pendiente muy elegante.
(Το δαχτυλίδι που φοράει είναι ένα πολύ κομψό κρεμαστό.)
Hay varias decisiones pendientes en la reunión.
(Υπάρχουν πολλές εκκρεμείς αποφάσεις στη συνάντηση.)
Το "pendiente" εμφανίζεται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Estar pendiente de algo
(Να είσαι σε επιφυλακή για κάτι.)
Siempre estoy pendiente de las noticias.
(Πάντα είμαι σε επιφυλακή για τα νέα.)
Tener algo pendiente
(Να έχεις κάτι εκκρεμές.)
Tengo una factura pendiente que debo pagar.
(Έχω έναν λογαριασμό εκκρεμή που πρέπει να πληρώσω.)
Por cualquier cosa está pendiente
(Για οτιδήποτε είναι σε επιφυλακή.)
Siempre está pendiente por cualquier cosa que necesitemos.
(Πάντα είναι σε επιφυλακή για οτιδήποτε μπορεί να χρειαστούμε.)
Cuestiones pendientes
(Ανοιχτές / εκκρεμείς υποθέσεις.)
Las cuestiones pendientes serán tratadas en la próxima reunión.
(Οι εκκρεμείς υποθέσεις θα συζητηθούν στην επόμενη συνάντηση.)
Η λέξη "pendiente" προέρχεται από το λατινικό "pendens", που σημαίνει "αγκαλιάζω ή κρέμομαι".
Συνώνυμα: - colgante (κρεμαστό) - suspendido (ανασταλμένο)
Αντώνυμα: - resuelto (λυμένο) - terminado (τελειωμένο)