Η φράση "pendiente de" χρησιμοποιείται ως προθετική φράση (preposición + sustantivo ή preposición + infinitivo).
/pende̞nte ðe/
Η φράση "pendiente de" στα Ισπανικά σημαίνει ότι κάτι είναι ανεπίλυτο ή αναμένοντας κάποια ενέργεια ή απόφαση. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, επαγγελματικά ή καθημερινά συμφραζόμενα για να δηλώσει κάτι που δεν έχει ολοκληρωθεί ή που απαιτεί κάποια περαιτέρω δράση.
Η φράση αυτή έχει συχνή χρήση και στα δύο πλαίσια, τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Είμαι υπό εκκρεμότητα στη απάντηση του δικαστή.
El proyecto está pendiente de aprobación.
Η φράση "pendiente de" συνηθίζεται να χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Είναι σημαντικό να παρακολουθείς τις αλλαγές στον νόμο.
Estar pendiente de alguien.
Αυτή πάντα είναι σε εγρήγορση για το γιο της.
Pendiente de resolución.
Η υπόθεση εξακολουθεί να είναι υπό απόφαση από το δικαστήριο.
Pendiente de un hilo.
Η λέξη "pendiente" προέρχεται από το λατινικό "pendens", που σημαίνει κρεμασμένος ή εκκρεμής, και η λέξη "de" είναι μια καθαρά προθετική λέξη που σημαίνει «από» ή «για».
Συνώνυμα: - En espera de - A la espera de - Sin resolver
Αντώνυμα: - Resuelto - Concluido - Completado