Η λέξη penetrante είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /peneˈtrante/.
Η λέξη penetrante χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει τη δυνατότητα να εισχωρεί ή να διεισδύει, είτε φυσικά (όπως ένα υγρό που διεισδύει σε ένα αντικείμενο) είτε μεταφορικά (όπως μια έντονη ιδέα ή αίσθηση). Χρησιμοποιείται σε ποικιλία τομέων, περιλαμβάνοντας ιατρικά θέματα (όπου μπορεί να αναφέρεται σε διαπερατότητα φαρμάκων) και τεχνικά πλαίσια (όπου μπορεί να αναφέρεται σε υλικά που διεισδύουν). Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και ισορροπείται περισσότερο στον γραπτό λόγο.
La luz en la tarde es muy penetrante.
(Το φως το απόγευμα είναι πολύ έντονο.)
Su discurso fue tan penetrante que dejó a todos reflexionando.
(Η ομιλία του/της ήταν τόσο διεισδυτική που άφησε όλους να αναλογίζονται.)
El olor del perfume es bastante penetrante.
(Η μυρωδιά του αρώματος είναι αρκετά διαπεραστική.)
Η λέξη penetrante δεν έχει άμεσες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες εκφράσεις που αναφέρονται σε έντονες ή διεισδυτικές εμπειρίες.
Una mirada penetrante puede decir más que mil palabras.
(Μια διεισδυτική ματιά μπορεί να πει περισσότερα από χίλιες λέξεις.)
Las críticas fueron penetrantes, pero constructivas.
(Οι κριτικές ήταν διαπεραστικές, αλλά εποικοδομητικές.)
El sonido penetrante del silbato los alertó.
(Ο διαπεραστικός ήχος της σφυρίχτρας τους ανησύχησε.)
Ella tiene un pensamiento penetrante que la distingue.
(Έχει μια διεισδυτική σκέψη που την ξεχωρίζει.)
Η λέξη penetrante προέρχεται από το ρήμα penetrar, που σημαίνει "να εισχωρήσει" και προέρχεται από το λατινικό penetrare.