penetrar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

penetrar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "penetrar" είναι ένα ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /penetɾaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "penetrar" σημαίνει να διεισδύει κάποιος ή κάτι σε έναν χώρο ή μία ουσία. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ιατρική (π.χ. διείσδυση σε ιστούς ή όργανα), αλλά και σε γενικό πλαίσιο όταν αναφέρεται σε καταστάσεις ή συναισθηματικά ζητήματα. Η λέξη "penetrar" χρησιμοποιείται σε καθημερινή γλώσσα, είναι αρκετά συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El médico tiene que penetrar en el tejido para realizar la cirugía.
    (Ο γιατρός πρέπει να διεισδύσει στον ιστό για να εκτελέσει τη χειρουργική επέμβαση.)

  2. En el estudio, se busca penetrar en las causas del comportamiento humano.
    (Στη μελέτη, αναζητείται να διεισδύσει στις αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς.)

  3. Es difícil penetrar en la mente de alguien sin conocerlo bien.
    (Είναι δύσκολο να διεισδύσεις στο μυαλό κάποιου χωρίς να τον γνωρίζεις καλά.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "penetrar" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνή. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές χρήσεις που αποτυπώνουν την έννοια του ρήματος.

  1. Penetrar en el alma.
    (Διεισδύω στην ψυχή.)
    Σημαίνει να κατανοώ βαθιά τα συναισθήματα ή τις προθέσεις κάποιου.

  2. Penetrar en el mercado.
    (Διεισδύω στην αγορά.)
    Χρησιμοποιείται στην επιχειρηματική γλώσσα για να αναφερθεί σε έναν νέο παίκτη που εισέρχεται σε μια αγορά.

  3. Penetrar el misterio.
    (Διεισδύω στο μυστήριο.)
    Αναφέρεται στην κατανόηση ή αποκάλυψη ενός δύσκολου ή περίπλοκου ζητήματος.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "penetrar" προέρχεται από το λατινικό "penetrare", το οποίο σημαίνει "να εισχωρώ" ή "να διεισδύω". Η ρίζα του "pen-" σημαίνει "μέσα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- entrar (εισέρχομαι)
- infiltrar (διεισδύω)
- atravesar (διασχίζω)

Αντώνυμα:
- salir (βγαίνω)
- evacuar (εκκενώνω)
- excluir (αποκλείω)



22-07-2024