"Peninsular" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή στα ισπανικά είναι: [peninsuˈlaɾ].
Η λέξη "peninsular" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με μια χερσόνησο ή τη γεωγραφία που αφορά τις χερσαίες εκτάσεις που περιβάλλονται από θάλασσα σε τρεις πλευρές. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη σε γεωγραφικά και επιστημονικά κείμενα.
La península ibérica es famosa por su diversidad cultural.
(Η ιβηρική χερσόνησος είναι διάσημη για την πολιτιστική της ποικιλία.)
El clima peninsular es muy variado.
(Το κλίμα της χερσονήσου είναι πολύ ποικιλόμορφο.)
Η λέξη "peninsular" μπορεί να περιληφθεί σε κάποιες ιδιωματικές φράσεις, αν και δεν είναι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενη. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις:
Estar en la península de la duda.
(Να βρίσκεσαι στην χερσόνησο της αμφιβολίας.)
Σημαίνει να βρίσκεσαι σε μια κατάσταση αμφιβολίας.
La península del tiempo perdido.
(Η χερσόνησος του χαμένου χρόνου.)
Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου ο χρόνος χάνεται εν μέσω αβεβαιότητας.
Η λέξη "peninsular" προέρχεται από τη λατινική λέξη "paeninsula", όπου "paene" σημαίνει σχεδόν και "insula" σημαίνει νησί, άρα "σχεδόν νησί".
Συνώνυμα: - Continental (ηπειρωτικός) - Costero (παραθαλάσσιος)
Αντώνυμα: - Insular (νησιώτικος) - Oceánico (ωκεάνιος)