penitencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

penitencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "penitencia" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [peniˈtensja]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η μετάφραση της λέξης "penitencia" στα Ελληνικά είναι "μετάνοια" ή "ποινή".

Σημασία και χρήση

Η λέξη "penitencia" αναφέρεται συνήθως στη διαδικασία της μετάνοιας, της αλλαγής στάσης ή συμπεριφοράς, καθώς και στην αποδοχή ή αποδοχή μιας ποινής για ένα πταίσμα ή αμαρτία. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο της θρησκείας και της ηθικής. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε θρησκευτικά και φιλοσοφικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "La penitencia es un paso importante en el proceso de la redención."
  2. "Η μετάνοια είναι ένα σημαντικό βήμα στη διαδικασία της σωτηρίας."

  3. "El sacerdote le impuso una penitencia tras su confesión."

  4. "Ο ιερέας του επιβλήθηκε μια ποινή μετά την εξομολόγησή του."

  5. "La penitencia no solo es un castigo, sino también un medio de reflexión."

  6. "Η μετάνοια δεν είναι μόνο μια τιμωρία, αλλά και ένα μέσο περισυλλογής."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "penitencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:

  1. "Hacer penitencia"
  2. Αυτό σημαίνει "να κάνεις μετάνοια" ή "να υπομένεις ποινές".
  3. "Después de mis errores, tengo que hacer penitencia."
  4. "Μετά από τα λάθη μου, πρέπει να κάνω μετάνοια."

  5. "Penitencia eterna"

  6. Αναφέρεται σε μια ατέρμονη ή αυστηρή ποινή.
  7. "Su vida es una penitencia eterna por sus malas decisiones."
  8. "Η ζωή του είναι μια ατέρμονη μετάνοια για τις κακές του αποφάσεις."

  9. "Penitencia pública"

  10. Σημαίνει "δημόσια μετάνοια", συχνά χρησιμοποιούμενη σε κοινωνικούς ή θρησκευτικούς τομείς.
  11. "La política tuvo que hacer una penitencia pública por sus actos inapropiados."
  12. "Ο πολιτικός αναγκάστηκε να κάνει δημόσια μετάνοια για τις ακατάλληλες ενέργειές του."

Ετυμολογία

Η λέξη "penitencia" προέρχεται από το λατινικό "paenitentia", το οποίο σημαίνει "μετάνοια" ή "αίσθηση λύπης".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - "arrepentimiento" (μετάνοια) - "castigo" (τιμωρία)

Αντώνυμα: - "indulgencia" (καλοσύνη) - "perdón" (συγχώρεση)



22-07-2024