Η λέξη "penitenciario" είναι επίθετο και επίσης χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
[pene̞tensi̞'aɾjo]
Η λέξη "penitenciario" αναφέρεται στα σχετικά με φυλακές ή σωφρονιστικά συστήματα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με την ποινή, τον σωφρονισμό ή τα σωφρονιστικά ιδρύματα.
Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και διοικητικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι μεγαλύτερη στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή έγγραφα που αφορούν το σωφρονιστικό σύστημα.
"Το σωφρονιστικό σύστημα χρειάζεται επείγουσες μεταρρυθμίσεις."
"Los derechos de los prisioneros en el contexto penitenciario son fundamentales."
Η λέξη "penitenciario" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με το σωφρονιστικό σύστημα:
"Η ζωή στο σωφρονιστικό σύστημα δεν είναι εύκολη για τους κρατούμενους."
"El régimen penitenciario debe garantizar la rehabilitación."
"Το σωφρονιστικό καθεστώς πρέπει να εγγυάται την αποκατάσταση."
"Las condiciones penitenciarias a menudo son cuestionadas por los defensores de derechos humanos."
Η λέξη "penitenciario" προέρχεται από το λατινικό "poenitentia", που σημαίνει "μεταμέλεια" ή "ποινή". Αυτή η προέλευση συνδέεται με την έννοια του σωφρονισμού και της παιδείας, που είναι θεμελιώδη στοιχεία στο ποινικό δίκαιο.
rehabilitativo (αποκαταστατικός)
Αντώνυμα: