Η λέξη "penitente" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /peniˈtente/
Η λέξη "penitente" αναφέρεται σε άτομα που εκφράζουν μετάνοια ή ενοχή για τις αμαρτίες τους. Στην Ισπανία και σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, η λέξη χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει τους συμμετέχοντες σε παραδοσιακές θρησκευτικές πορείες, όπως το Πάσχα, όπου φορούν στολές και εκτελούν τελετουργίες.
Ο ικετευτής περπάτησε στην πορεία με ευλάβεια.
La iglesia organiza reuniones para los penitentes cada semana.
Η εκκλησία οργανώνει συναντήσεις για τους ικετευτές κάθε εβδομάδα.
El penitente expresó su remordimiento ante la comunidad.
Η λέξη "penitente" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές είναι:
Να είσαι ικετευτής της ζωής. (Σημαίνει να αναγνωρίζεις τα λάθη σου και να προσπαθείς να βελτιωθείς.)
No hay penitente sin pecado.
Δεν υπάρχει ικετευτής χωρίς αμαρτία. (Σημαίνει ότι όλοι κάνουμε λάθη.)
Cargar con la cruz del penitente.
Να κουβαλάς τον σταυρό του ικετευτή. (Σημαίνει να υποφέρεις για τις αμαρτίες σου.)
El camino del penitente es solitario.
Η λέξη "penitente" προέρχεται από το λατινικό "paenitentem", που σημαίνει "αυτός που μετανιώνει". Συνδέεται με την έννοια της μετανοίας και της ενοχής.
expiador (εξιλέος)
Αντώνυμα: