Η λέξη "penoso" είναι επίθετο.
/peˈnose/
Η λέξη "penoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προκαλεί λύπη ή θλίψη. Συχνά αναφέρεται σε καταστάσεις ή γεγονότα που είναι παλιό ή γελοίο με αρνητική συχνότητα. Στην ισπανική γλώσσα, είναι περισσότερο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται και σε γραπτά κείμενα.
Esta situación es penosa para todos nosotros.
Αυτή η κατάσταση είναι λυπηρή για όλους μας.
El estado de la educación en el país es penoso.
Η κατάσταση της εκπαίδευσης στη χώρα είναι θλιβερή.
Η λέξη "penoso" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με πρόσωπα ή καταστάσεις.
Tener un día penoso.
Να έχεις μια θλιβερή μέρα.
Es penoso ver a alguien sufrir.
Είναι λυπηρό να βλέπεις κάποιον να υποφέρει.
Ese espectáculo fue penoso de ver.
Αυτή η παράσταση ήταν θλιβερή για να τη δεις.
Es penoso perder a un amigo.
Είναι θλιβερό να χάνεις έναν φίλο.
La verdad es penosa.
Η αλήθεια είναι θλιβερή.
Η λέξη "penoso" προέρχεται από το λατινικό "poenōsus", που σημαίνει "πλήρης πόνου ή θλίψης".
Συνώνυμα: - triste (λυπημένος) - lamentable (λυπηρός) - miserable (άθλιος)
Αντώνυμα: - alegre (χαρούμενος) - feliz (ευτυχισμένος) - placentero (ευχάριστος)