Η λέξη "pensado" είναι ουσιαστικό και επίθετο. Ως ουσιαστικό, σημαίνει "σκέψη", και ως επίθετο, αναφέρεται σε κάτι που έχει "σκεφτεί" ή "σκεφτήκαμε".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pensado" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: [penˈsaðo].
Η λέξη "pensado" αναφέρεται σε κάτι που έχει υποστεί σκέψη ή προβληματισμό. Συνήθως χρησιμοποιείται στο πλαίσιο μιας φροντισμένης ή μελετημένης απόφασης ή ιδέας. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που απαιτούν ανάλυση και σκέψη.
La decisión fue muy pensada.
(Η απόφαση ήταν πολύ σκεφτή.)
Su discurso estaba lleno de ideas pensadas.
(Η ομιλία του ήταν γεμάτη από σκεφτόμενες ιδέες.)
Η λέξη "pensado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, που συχνά συνδέονται με τη σκέψη και την ανάλυση.
Estar pensando en voz alta.
(Να σκέφτεστε φωναχτά.)
Pensado y reflexionado.
(Σκεφτόμενος και αναλογιζόμενος.)
Tomar una decisión pensada.
(Να πάρετε μια σκεφτή απόφαση.)
Todo fue pensado para el éxito.
(Όλα είχαν σκεφτεί για την επιτυχία.)
Η λέξη "pensado" προέρχεται από το ρήμα "pensar", που σημαίνει "σκοπεύω" ή "σκέφτομαι". Η Latin ρίζα είναι "pensare", που σημαίνει "να ζυγίζω, να σκέφτομαι".