Ρήμα (ουσιαστικό): «pensamiento» είναι ουσιαστικό, που σημαίνει «σκέψη» στα ελληνικά.
/penˈsi.ä̃n.to/
Η λέξη «pensamiento» αναφέρεται στη διαδικασία της σκέψης, της κατανόησης και των νοητικών δραστηριοτήτων. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, όπως η φιλοσοφία, η ψυχολογία, και η εκπαίδευση. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό περιβάλλον, αλλά και στον προφορικό λόγο. Παρατηρείται μια συχνή χρήση λόγω της αμεσότητάς της κατά την καθημερινή επικοινωνία.
El pensamiento crítico es fundamental en la educación.
(Η κριτική σκέψη είναι θεμελιώδης στην εκπαίδευση.)
Su pensamiento sobre la vida ha cambiado con el tiempo.
(Η σκέψη του για τη ζωή έχει αλλάξει με τον καιρό.)
La meditación puede ayudar a calmar el pensamiento.
(Η διαλογιστική πρακτική μπορεί να βοηθήσει στο να ηρεμήσει η σκέψη.)
Η λέξη «pensamiento» χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
- Cambiar de pensamiento
(Να αλλάξω γνώμη)
"A veces es necesario cambiar de pensamiento para adaptarse a nuevas circunstancias."
(Κάποιες φορές είναι απαραίτητο να αλλάξουμε γνώμη για να προσαρμοστούμε σε νέες συνθήκες.)
No hay pensamiento sin acción.
(Δεν υπάρχει σκέψη χωρίς δράση.)
"El cambio comienza con un pensamiento, pero debe seguirse con acción."
(Η αλλαγή αρχίζει με μια σκέψη, αλλά πρέπει να ακολουθηθεί από δράση.)
Pensamientos positivos traen buenos resultados.
(Θετικές σκέψεις φέρνουν θετικά αποτελέσματα.)
"Mantener pensamientos positivos ayuda a superar los desafíos."
(Η διατήρηση θετικών σκέψεων βοηθά να ξεπεραστούν οι προκλήσεις.)
Η λέξη «pensamiento» προέρχεται από το ρήμα «pensar» (να σκέφτομαι), το οποίο έχει τις ρίζες του στο Λατινικό «pensare», που σημαίνει «να ζυγίζω».
Συνώνυμα: - Ideación - Reflexión - Consideración
Αντώνυμα: - Desenfreno (ασυλλόγιστη συμπεριφορά) - Inconsciencia (ασυνείδητο)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης «pensamiento».