Η λέξη "pensar" σημαίνει "σκέφτομαι" και χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη διαδικασία της σκέψης, του στοχασμού ή της κρίσης. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, όπως και σε πιο επίσημα γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και η "pensar" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.
Εγώ νομίζω ότι θα έπρεπε να βγούμε νωρίς.
Ella está pensando en sus opciones.
Αυτή σκέφτεται τις επιλογές της.
Es importante pensar antes de actuar.
Η λέξη "pensar" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εκφράζει τις σκέψεις του είτε για να αναλύσει μια κατάσταση είτε για να μοιραστεί ιδέες.
Pensar de manera crítica.
Αναφέρεται στην ικανότητα ανάλυσης και αξιολόγησης πληροφοριών με λογική.
No pensar en lo negativo.
Μια έκφραση που χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να έχει θετική στάση.
Pensar como un adulto.
Η λέξη "pensar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "pensare", που σημαίνει "μετρώ" ή "εκτιμώ", αλλά στον σύγχρονο Ισπανικό είναι κυρίως συνδεδεμένο με τη διαδικασία της σκέψης.