pensar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pensar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "pensar" σημαίνει "σκέφτομαι" και χρησιμοποιείται για να εκφράσει τη διαδικασία της σκέψης, του στοχασμού ή της κρίσης. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, όπως και σε πιο επίσημα γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και η "pensar" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Yo pienso que deberíamos salir temprano.
  2. Εγώ νομίζω ότι θα έπρεπε να βγούμε νωρίς.

  3. Ella está pensando en sus opciones.

  4. Αυτή σκέφτεται τις επιλογές της.

  5. Es importante pensar antes de actuar.

  6. Είναι σημαντικό να σκέφτεσαι πριν δράσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "pensar" εμφανίζεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:

  1. Pensar en voz alta.
  2. Σκέφτομαι φωναχτά.
  3. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος εκφράζει τις σκέψεις του είτε για να αναλύσει μια κατάσταση είτε για να μοιραστεί ιδέες.

  4. Pensar de manera crítica.

  5. Σκέφτομαι κριτικά.
  6. Αναφέρεται στην ικανότητα ανάλυσης και αξιολόγησης πληροφοριών με λογική.

  7. No pensar en lo negativo.

  8. Μην σκέφτεσαι αρνητικά.
  9. Μια έκφραση που χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει κάποιον να έχει θετική στάση.

  10. Pensar como un adulto.

  11. Σκέφτομαι σαν ενήλικας.
  12. Αναφέρεται στην μεγαλοσύνη στη σκέψη και την ωριμότητα.

Ετυμολογία

Η λέξη "pensar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "pensare", που σημαίνει "μετρώ" ή "εκτιμώ", αλλά στον σύγχρονο Ισπανικό είναι κυρίως συνδεδεμένο με τη διαδικασία της σκέψης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024