Επίθετο
/pensatiβo/
Η λέξη "pensativo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που βρίσκεται σε κατάσταση στοχασμού ή σκέψης. Είναι συχνά συνδεδεμένη με ένα βαθύ επίπεδο σκέψης ή ενδοσκόπησης. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να προτιμάται σε πιο λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα.
Él siempre está pensativo en clase.
Αυτός πάντα είναι σκεπτικός στην τάξη.
Ella tiene una expresión pensativa cuando está leyendo.
Αυτή έχει μια σκεπτική έκφραση όταν διαβάζει.
Después de la reunión, se quedó pensativo.
Μετά τη συνάντηση, έμεινε σκεπτικός.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη "pensativo" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar en un estado pensativo.
Να είσαι σε κατάσταση στοχασμού.
Δηλώνει ότι κάποιος είναι στοχαστικός και δεν επικεντρώνεται στο περιβάλλον του.
Tener una mirada pensativa.
Να έχεις μια σκεπτική ματιά.
Αναφέρεται σε κάποιον που φαίνεται να σκέφτεται κάτι σοβαρό.
Cambiar a un tono pensativo.
Να αλλάξεις σε σκεπτική διάθεση.
Ενδέχεται να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης όταν κάποιος αρχίζει να σκέφτεται σοβαρά για ένα θέμα.
Entrar en un estado pensativo.
Να μπεις σε κατάσταση στοχασμού.
Σημαίνει να επικεντρωθείς σε μια σκέψη ή μια ιδέα.
Η λέξη "pensativo" προέρχεται από το ρήμα "pensar", που σημαίνει "να σκέφτεσαι". Το επίθετο σχηματίζεται προσθέτοντας το επίθημα "-ivo", που δηλώνει μια ποιότητα ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - reflexión - meditación - contemplación
Αντώνυμα: - despreocupado (αδιάφορος) - alegre (χαρούμενος) - despreciativo (περιφρονητικός)