pensionista - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pensionista (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

pensionista: ονομαστικό (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή

[pen.sjoˈnis.ta]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη pensionista στα Ισπανικά σημαίνει τον άνθρωπο που λαμβάνει σύνταξη, δηλαδή συνταξιούχο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια, αναφερόμενη σε άτομα που έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους ζωή και λαμβάνουν οικονομική υποστήριξη μέσω ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που αφορούν θέματα κοινωνικής ασφάλισης και δικαιωμάτων των συνταξιούχων.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El pensionista disfruta de un descuento especial en transporte público.
  2. Ο συνταξιούχος απολαμβάνει μια ειδική έκπτωση στις δημόσιες συγκοινωνίες.

  3. Los pensionistas suelen reunirse para compartir sus experiencias.

  4. Οι συνταξιούχοι συχνά συγκεντρώνονται για να μοιραστούν τις εμπειρίες τους.

  5. El gobierno ha aumentado la pensión de los pensionistas este año.

  6. Η κυβέρνηση αύξησε τη σύνταξη των συνταξιούχων φέτος.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη pensionista δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε σχετικές φράσεις που αναφέρονται στη ζωή και τα δικαιώματα των συνταξιούχων.

  1. Ser pensionista tiene sus ventajas y desventajas.
  2. Να είσαι συνταξιούχος έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του.

  3. Los pensionistas deben estar informados sobre sus derechos.

  4. Οι συνταξιούχοι πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους.

  5. Agradezco la ayuda que reciben los pensionistas del gobierno.

  6. Ευχαριστώ για την βοήθεια που λαμβάνουν οι συνταξιούχοι από την κυβέρνηση.

Ετυμολογία

Η λέξη pensionista προέρχεται από το γαλλικό pension, που σημαίνει "σύνταξη", και το suffix -ista, που δηλώνει επαγγελματική ή κοινωνική θέση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Jubilado (συνταξιούχος) - Retirado (αποσυρμένος)

Αντώνυμα: - Activo (ενεργός) - Empleado (υπάλληλος)



23-07-2024