pensionista: ονομαστικό (ουσιαστικό)
[pen.sjoˈnis.ta]
Η λέξη pensionista στα Ισπανικά σημαίνει τον άνθρωπο που λαμβάνει σύνταξη, δηλαδή συνταξιούχο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια, αναφερόμενη σε άτομα που έχουν ολοκληρώσει την επαγγελματική τους ζωή και λαμβάνουν οικονομική υποστήριξη μέσω ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτά κείμενα που αφορούν θέματα κοινωνικής ασφάλισης και δικαιωμάτων των συνταξιούχων.
Ο συνταξιούχος απολαμβάνει μια ειδική έκπτωση στις δημόσιες συγκοινωνίες.
Los pensionistas suelen reunirse para compartir sus experiencias.
Οι συνταξιούχοι συχνά συγκεντρώνονται για να μοιραστούν τις εμπειρίες τους.
El gobierno ha aumentado la pensión de los pensionistas este año.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη pensionista δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε σχετικές φράσεις που αναφέρονται στη ζωή και τα δικαιώματα των συνταξιούχων.
Να είσαι συνταξιούχος έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του.
Los pensionistas deben estar informados sobre sus derechos.
Οι συνταξιούχοι πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους.
Agradezco la ayuda que reciben los pensionistas del gobierno.
Η λέξη pensionista προέρχεται από το γαλλικό pension, που σημαίνει "σύνταξη", και το suffix -ista, που δηλώνει επαγγελματική ή κοινωνική θέση.
Συνώνυμα: - Jubilado (συνταξιούχος) - Retirado (αποσυρμένος)
Αντώνυμα: - Activo (ενεργός) - Empleado (υπάλληλος)