penumbra: ουσιαστικό θηλυκού γένους (la penumbra)
Φωνητική μεταγραφή: [peˈnum.bra]
Η λέξη "penumbra" αναφέρεται στη μερική σκιά που δημιουργείται όταν ένα μέρος του φωτός εμποδίζεται από ένα αντικείμενο, ενώ το υπόλοιπο φως φτάνει στην περιοχή. Στην κατάλληλη χρήση της στα Ισπανικά, η λέξη μπορεί να αναφέρεται είτε σε φυσικά φαινόμενα (όπως οι εκλείψεις) είτε σε μεταφορικές χρήσεις για να περιγράψει αβέβαιες ή θολές καταστάσεις.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή, κυρίως σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
La penumbra durante un eclipse es un fenómeno impresionante.
Η ημισκότος κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης είναι ένα εντυπωσιακό φαινόμενο.
El artista juega con la penumbra en sus cuadros para crear profundidades.
Ο καλλιτέχνης παίζει με τη σκοτεινή περιοχή στους πίνακές του για να δημιουργήσει βάθη.
Η λέξη "penumbra" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παρόμοιο τρόπο σε κάποια φράσεις που ενσωματώνουν την έννοια του αβέβαιου ή του ενδιάμεσου.
Vivir en la penumbra
Να ζεις στην σκοτεινή περιοχή (σε αβεβαιότητα ή ανοιχτότητα).
Estar en la penumbra de una decisión
Να είσαι στην σκοτεινή περιοχή μιας απόφασης (δηλαδή, σε σύγχυση ως προς την επιλογή).
Η λέξη "penumbra" έχει προέλευση από τα Λατινικά: "paene" (σχεδόν) και "umbra" (σκιά), οπότε κατά κυριολεξία σημαίνει "σχεδόν σκιά".
Συνώνυμα: - sombra (σκιά) - media sombra (ημισκιά)
Αντώνυμα: - luz (φως) - iluminación (φωτισμός)