Η λέξη "penuria" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /peˈnuɾja/
Η λέξη "penuria" αναφέρεται σε κατάσταση έλλειψης ή στέρησης πόρων, αγαθών ή χρημάτων. Χρησιμοποιείται συνήθως σε οικονομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα και μπορούν να περιγράψουν μια κατάσταση φτώχειας ή ανεπάρκειας.
Η "penuria" χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με οικονομικά, κοινωνικά ζητήματα ή αναλύσεις. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται, αλλά λιγότερο συχνά.
Η πενία πόρων επηρεάζει πολλές οικογένειες.
En tiempos de penuria, la comunidad se une para ayudar.
Η λέξη "penuria" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που τονίζουν καταστάσεις στέρησης ή δυσαρέσκειας.
Να ζεις σε πενία είναι μια συνεχής πρόκληση.
Afrontar la penuria con valentía es admirable.
Να αντιμετωπίζεις την πενία με θάρρος είναι αξιέπαινο.
La penuria del pueblo llevó a la organización de protestas.
Η πενία του λαού οδήγησε στην οργάνωση διαμαρτυριών.
El gobierno tomó medidas ante la creciente penuria.
Η κυβέρνηση πήρε μέτρα απέναντι στη crescente πενία.
Las historias de penuria son comunes en tiempos de crisis.
Η λέξη "penuria" προέρχεται από το λατινικό "penuria", που σημαίνει έλλειψη ή στέρηση.
Συνώνυμα: - escasez (έλλειψη) - pobreza (φτώχεια)
Αντώνυμα: - abundancia (αφθονία) - riqueza (πλούτος)
Η λέξη "penuria" είναι σημαίνουσα στον ισπανικό λόγο και έχει αποτελέσει αφετηρία πολλών κοινωνικών και οικονομικών συζητήσεων.