peonaje - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

peonaje (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Peonaje είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /peo̞ˈna.xe/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το peonaje αναφέρεται στο σύνολο των ταπεινών ή χαμηλόμισθων εργατών, συχνά σε αγροτικές ή υπαίθριες εργασίες. Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τις θέσεις εργασίας που απαιτούν σωματική εργασία και δεν εκτιμώνται πλήρως από την κοινωνία. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, κυρίως όμως στον προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε κοινωνικές καταστάσεις ή προβλήματα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El peonaje en la agricultura es fundamental para la producción de alimentos.
  2. Οι ταπεινοί εργάτες στη γεωργία είναι θεμελιώδεις για την παραγωγή τροφίμων.

  3. A menudo, el peonaje no recibe el reconocimiento que merece.

  4. Συχνά, οι ταπεινοί εργάτες δεν λαμβάνουν την αναγνώριση που τους αξίζει.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη peonaje δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε φράσεις που αναφέρονται σε κοινωνικές ή εργασιακές συνθήκες.

  1. El trabajo del peonaje es duro, pero necesario.
  2. Η εργασία των ταπεινών εργατών είναι σκληρή, αλλά απαραίτητη.

  3. Sin el peonaje, muchos sectores de la economía no funcionarían.

  4. Χωρίς τους ταπεινούς εργάτες, πολλοί τομείς της οικονομίας δεν θα λειτουργούσαν.

  5. El peonaje se encuentra frecuentemente en situaciones de vulnerabilidad.

  6. Οι ταπεινοί εργάτες βρίσκονται συχνά σε καταστάσεις ευαλωτότητας.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη peonaje προέρχεται από το ισπανικό peón, που σημαίνει «εργάτης» ή «υποταγμένος», και χρησιμοποιείται ιστορικά για να αναφερθεί σε άτομα με χαμηλές κοινωνικές θέσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Trabajadores - Mano de obra

Αντώνυμα: - Patronos (αφεντικά) - Empleadores (εργοδότες)



23-07-2024