Η λέξη "peor" είναι επιρρηματική λέξη και χρησιμοποιείται ως συγκριτικός βαθμός.
Η λέξη "peor" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να δηλώσει ότι κάτι είναι κατώτερο σε ποιότητα ή κατάσταση σε σύγκριση με κάτι άλλο. Είναι ο συγκριτικός βαθμός της λέξης "malo" (κακός). Η χρήση του είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La situación es peor de lo que pensaba.
(Η κατάσταση είναι χειρότερη από ό,τι νόμιζα.)
Hoy es un día peor que ayer.
(Σήμερα είναι μια χειρότερη μέρα από χθες.)
Este libro es peor que el anterior.
(Αυτό το βιβλίο είναι χειρότερο από το προηγούμενο.)
Η λέξη "peor" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε ορισμένες φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις:
Más vale malo conocido que bueno por conocer, pero a veces puede ser peor.
(Καλύτερα το κακό που ξέρεις παρά το καλό που δεν ξέρεις, αλλά μερικές φορές μπορεί να είναι χειρότερο.)
No hay mal que por bien no venga, aunque a veces las cosas pueden ser peores.
(Δεν υπάρχει κακό που να μην φέρνει καλό, αν και μερικές φορές τα πράγματα μπορεί να είναι χειρότερα.)
A veces es peor el remedio que la enfermedad.
(Κάποιες φορές το φάρμακο είναι χειρότερο από την ασθένεια.)
Η λέξη "peor" προέρχεται από τη λατινική λέξη "peior", που σημαίνει "χειρότερος".
inferior (κατώτερος)
Αντώνυμα: