Η λέξη "pequeño" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pequeño" είναι /peˈkeɲo/.
Η λέξη "pequeño" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - μικρός - μικρούλης
Η λέξη "pequeño" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που έχει μικρό μέγεθος ή είναι μικρότερο από κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε γραπτό κείμενο. Είναι κοινώς ομιλούμενη και έχει υψηλή συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Ο σκύλος είναι μικρός.
Busco una casa pequeña.
Η λέξη "pequeño" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα με μεταφράσεις:
Να κάνεις μια μικρή προσπάθεια.
Un pequeño detalle.
Μια μικρή λεπτομέρεια.
Tener una mente pequeña.
Να έχεις μικρό μυαλό (ή να είσαι περιορισμένος στη σκέψη).
Pequeño pero matón.
Μικρός αλλά δυνατός (χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι μικρός σε μέγεθος αλλά ισχυρός ή ευφυής).
El pequeño problema.
Η λέξη "pequeño" προέρχεται από το Λατινικό "parvīnus", που σημαίνει "μικρός" ή "μικρότερος".
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "pequeño" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.