Pera είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈpeɾa]
Η λέξη pera αναφέρεται στον καρπό του αχλαδιού, που είναι μια γευστική και ζουμερή φρούτο με χαρακτηριστικό σχήμα. Χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για να περιγράψει αυτόν τον καρπό. Στην ισπανική, είναι συνηθισμένη στα γαστρονομικά περιβάλλοντα, αλλά και στις καθημερινές συζητήσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης pera είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, που σχετίζεται με την κατανάλωση φρούτων και την κουζίνα. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε γραπτό λόγο, ιδίως σε συνταγές ή σε ανάλυση τροφίμων.
Me gusta comer pera con queso.
(Μου αρέσει να τρώω αχλάδι με τυρί.)
La pera es una fruta muy saludable.
(Το αχλάδι είναι ένα πολύ υγιεινό φρούτο.)
Hoy compré una caja de peras en el mercado.
(Σήμερα αγόρασα ένα κουτί αχλαδιών στην αγορά.)
Η λέξη pera χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Estás en la pera.
(Είσαι στην κορυφή.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ καλός σε κάτι ή σε καλή κατάσταση.
Hacer de pera.
(Να φτιάξεις αχλάδια.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της παραγωγής ή δημιουργίας κάτι, συχνά με θετική έννοια.
Vamos a comer perlitas de pera.
(Ας φάμε αχλάδια μικρού μεγέθους.)
Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που είναι γευστικό και ευχάριστο.
Η λέξη pera προέρχεται από το λατινικό pīra, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τον καρπό του αχλαδιού. Η ρίζα της λέξης παραμένει σχετική με τη σύγχρονη χρήση της στον ισπανικό λόγο.
Συνώνυμα: - Fruto (καρπός) - Pera de agua (νερό αχλάδι)
Αντώνυμα: - N/A (Η λέξη δεν έχει άμεσα αντίθετα, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλα φρούτα για να περιγράψει διαφορετικές γεύσεις ή χαρακτηριστικά.)