Η λέξη "percance" είναι ουσιαστικό.
/pɛrˈkanθe/
Η λέξη "percance" αναφέρεται σε ένα ατυχήμα ή σε ένα απρόβλεπτο γεγονός, συχνά με αρνητικές συνέπειες. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλώσσα των νομικών, αλλά και σε γενικούς τομείς. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά κείμενα και αναφορές, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
"Το ατύχημα συνέβη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού."
"Debemos reportar el percance a la compañía de seguros."
"Πρέπει να αναφέρουμε το ατύχημα στην ασφαλιστική εταιρεία."
"Fue un percance que no esperábamos."
Η λέξη "percance" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, ιδίως σε περιβάλλοντα όπου αναφέρονται ατυχήματα ή απροσδόκητα γεγονότα.
"Υποφέρουμε από ένα απρόβλεπτο ατύχημα."
"No quería tener un percance durante la presentación."
"Δεν ήθελα να έχω ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της παρουσίασης."
"El percance ha retrasado el proyecto."
"Το ατύχημα έχει καθυστερήσει το έργο."
"Un pequeño percance no debería arruinar la fiesta."
"Ένα μικρό ατύχημα δεν θα έπρεπε να καταστρέψει το πάρτι."
"Después del percance, decidimos ser más cautelosos."
Η λέξη "percance" προέρχεται από το λατινικό "pericŭlum," που σημαίνει "κίνδυνος" ή "ρίσκο." Εξέλιξε την έννοια του απρόβλεπτου γεγονότος που μεταφέρει κινδύνους ή ατυχήματα.
Συνώνυμα: - accidente - eventualidad - contratiempo
Αντώνυμα: - fortuna (τύχη) - éxito (επιτυχία) - seguridad (ασφάλεια)