Ρήμα.
/peɾˈka.taɾ/
Η λέξη "percatar" σημαίνει να αντιληφθούμε ή να κατανοήσουμε κάτι, συνήθως με τη σημασία ότι γίνεται αντιληπτό ύστερα από προσοχή ή παρατήρηση. Χρησιμοποιείται στην καθημερινή ισπανική γλώσσα και έχει μέτρια συχνότητα χρήσης, κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτές εκφράσεις.
No me percaté de que había un error en el informe.
(Δεν αντιλήφθηκα ότι υπήρχε ένα λάθος στην αναφορά.)
Ella se percató de la situación antes que nadie.
(Αυτή αντιλήφθηκε την κατάσταση πριν από οποιονδήποτε άλλον.)
Η λέξη "percatar" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να επικοινωνηθεί με παραδείγματα που σχετίζονται με την αντίληψη ή την προσοχή.
No te percates de lo que sucede a tu alrededor.
(Μην προσέχεις τι συμβαίνει γύρω σου.)
A veces, es mejor percatarnos de las señales en lugar de ignorarlas.
(Καμιά φορά, είναι καλύτερα να αντιλαμβανόμαστε τα σημάδια παρά να τα αγνοούμε.)
Si no te percatas, puedes perder grandes oportunidades.
(Αν δεν αντιληφθείς, μπορείς να χάσεις σπουδαίες ευκαιρίες.)
Η λέξη "percatar" προέρχεται από το λατινικό "percatāre", που σημαίνει "να κατανοείς ή να αντιλαμβάνεσαι πλήρως κάτι".
Συνώνυμα: - darse cuenta - notar - observar
Αντώνυμα: - ignorar - desatender - pasar por alto