Το "percatarse" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: [peɾ.ka.ˈtaɾ.se]
Η μετάφραση του "percatarse" στα Ελληνικά είναι: - αντιλαμβάνομαι - καταλαβαίνω - συνειδητοποιώ
Το "percatarse" σημαίνει να αντιληφθεί κάποιος κάτι ή να γίνει ενήμερος σχετικά με μια κατάσταση, γεγονός ή λεπτομέρεια. Χρησιμοποιείται συχνά στα ισπανικά και μπορεί να βρεί κανείς τη χρήση του τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
Me percataré de los errores en el informe.
Θα αντιληφθώ τα λάθη στην έκθεση.
Ella se percata de su error después de que es demasiado tarde.
Αυτή συνειδητοποιεί το λάθος της μετά που είναι πολύ αργά.
Στην ισπανική γλώσσα, το "percatarse" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Percatarse de la realidad
Συνειδητοποιώ την πραγματικότητα.
Ejemplo: Al hablar con su amigo, se percató de la realidad.
Καθώς μιλούσε με τον φίλο του, συνειδητοποίησε την πραγματικότητα.
Percatarse de un detalle
Αντιλαμβάνομαι μια λεπτομέρεια.
Ejemplo: Tiene que percatarse de un detalle importante en el contrato.
Πρέπει να αντιληφθεί μια σημαντική λεπτομέρεια στην σύμβαση.
No se percata de lo que está pasando
Δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει.
Ejemplo: A veces, no se percata de lo que está pasando en su entorno.
Κάποιες φορές, δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του.
Η λέξη "percatarse" προέρχεται από το μεσαιωνικό ισπανικό "percatar" και αναφέρεται στο "per" (μέσω) και "catar" (να δει, να ελέγξει).
Συνώνυμα: - Darse cuenta - Notar - Comprender
Αντώνυμα:
- Ignorar
- Desatender
- Desconocer
Το "percatarse" είναι μια χρήσιμη λέξη στην ισπανική γλώσσα, ιδιαίτερα σε νομικά και επίσημα κείμενα, όπου η κατανόηση και η αντίληψη λεπτομερειών είναι θεμελιώδους σημασίας.