Η λέξη "percha" είναι ουσιαστικό.
/stʲeɾ.t͡ʃa/
"Percha" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "κρεμάστρα" ή "μανταλάκι".
Η λέξη "percha" χρησιμοποιείται στις ισπανικές γλώσσες για να αναφέρεται σε αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για να κρεμάσουμε ρούχα ή άλλα είδη. Στην καθημερινή γλώσσα, είναι κοινό να χρησιμοποιείται και σε πιο περιγραφικές έννοιες, όπως η οργάνωση του χώρου ή η διατήρηση της καθαριότητας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, με προτίμηση στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων:
- Yo colgué mi abrigo en la percha.
(Κρέμασα το παλτό μου στην κρεμάστρα.)
Η λέξη "percha" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οργάνωση ή την φροντίδα των ρούχων.
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
- "Poner algo en la percha" significa dejarlo en su lugar.
(Το "να βάλεις κάτι στην κρεμάστρα" σημαίνει να το αφήσεις στη θέση του.)
"No hay perchas suficientes en este armario".
(Δεν υπάρχουν αρκετές κρεμάστρες σε αυτή την ντουλάπα.)
"Si no cuelgas la ropa en la percha, se arruga".
(Αν δεν κρεμάσεις τα ρούχα στην κρεμάστρα, θα τσαλακωθούν.)
Η λέξη "percha" προέρχεται από το λατινικό "pertica", που σημαίνει "ραβδί" ή "κύλινδρος". Η εξέλιξη της χρησιμοποιείται κυρίως για την έννοια των ραβδιών ή υποστηριγμάτων που χρησιμοποιούνται για να κρεμάσουν πράγματα.
Συνώνυμα: - "Ganchos" (γάντζοι) - "Colgador" (κρεμάστρα)
Αντώνυμα: - "Suelto" (χαλαρό, ελεύθερο) - "Desorden" (αταξία)
Αυτή είναι μια πλήρης ανάλυση της λέξης "percha" που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες.