Το "percibir" είναι ρήμα.
/pɛɾ.siˈβiɾ/
Η λέξη "percibir" σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι ή να κατανοείς κάτι μέσω των αισθήσεων ή του νου. Χρησιμοποιείται συχνά αναφερόμενη στην αίσθηση ή την αντίληψη που αποκτά ένα άτομο σχετικά με κάτι. Συχνά απαντάται και σε οικονομικό context, αναφερόμενη στο πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την αξία ή την επίδραση των χρηματοοικονομικών γεγονότων.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αν και είναι πιθανότερο να συναντήσεις αυτή τη λέξη σε γραπτά συμφραζόμενα, όπως άρθρα και κείμενα που σχετίζονται με τον τομέα των οικονομικών και του νόμου.
"A veces es difícil percibir la verdad detrás de las palabras."
"Μερικές φορές είναι δύσκολο να αντιληφθείς την αλήθεια πίσω από τα λόγια."
"Los artistas pueden percibir detalles que otros no ven."
"Οι καλλιτέχνες μπορούν να αντιληφθούν λεπτομέρειες που άλλοι δεν βλέπουν."
Στην ισπανική γλώσσα, το "percibir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Percibir el ambiente"
"Αντιλαμβάνομαι την ατμόσφαιρα."
"Percibir un cambio"
"Αντιλαμβάνομαι μια αλλαγή."
"Percibir oportunidades"
"Αντιλαμβάνομαι ευκαιρίες."
"Percibir el riesgo"
"Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο."
"Percibir el dolor"
"Αντιλαμβάνομαι τον πόνο."
"No siempre es fácil percibir la realidad."
"Δεν είναι πάντα εύκολο να αντιληφθείς την πραγματικότητα."
Η λέξη "percibir" προέρχεται από το Λατινικό "percipere", που σημαίνει "να πιάσεις ολοκληρωτικά" (per- "εντελώς" + capere "να πιάσεις").
Συνώνυμα: - Detectar (εντοπίζω) - Notar (παρατηρώ) - Comprender (κατανοώ)
Αντώνυμα: - Ignorar (αγνοώ) - Pasar por alto (παραβλέπω)
Με αυτές τις πληροφορίες, η λέξη "percibir" απεικονίζει μια ευρεία γκάμα χρήσεων και εννοιολογικών διαστάσεων στην ισπανική γλώσσα, με σημαντική αναφορά σε πολλούς τομείς.