Perdedor είναι ουσιαστικό και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που χάνει σε έναν διαγωνισμό, αγώνα ή παρόμοια κατάσταση.
Η φωνητική μεταγραφή του "perdedor" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι:
/peɾðeˈðoɾ/
Η λέξη "perdedor" αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που έχει ηττηθεί σε κάποιον ανταγωνισμό ή έχει αποτύχει σε κάτι που επιδίωξε. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να έχει πιο έντονη χρήση σε καθημερινές συνομιλίες, όπου οι άνθρωποι περιγράφουν συχνές καταστάσεις αποτυχίας ή ανταγωνισμού. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, δεδομένου ότι οι άνθρωποι παραθέτουν την έννοια σε πολλές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
"El equipo fue considerado un perdedor tras la derrota."
"Η ομάδα θεωρήθηκε χαμένη μετά την ήττα."
"No te sientas como un perdedor, todos fallamos a veces."
"Μην αισθάνεσαι σαν ένας αποτυχημένος, όλοι αποτυγχάνουμε μερικές φορές."
"Ser un perdedor no significa que no puedas levantarte nuevamente."
"Το να είσαι χαμένος δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να σηκωθείς ξανά."
"No hay perdedores, solo aprendices."
"Δεν υπάρχουν χαμένοι, μόνο μαθητές."
"El verdadero perdedor es aquel que no lo intenta."
"Ο πραγματικός χαμένος είναι αυτός που δεν προσπαθεί."
"A veces se necesita ser un perdedor para aprender a ganar."
"Κάποιες φορές χρειάζεται να είσαι χαμένος για να μάθεις να κερδίζεις."
"En la vida, todos somos perdedores en algún momento."
"Στη ζωή, όλοι είμαστε χαμένοι κάποια στιγμή."
Η λέξη "perdedor" προέρχεται από το ρήμα "perder", που σημαίνει "χάνω". Η κατάληξη "-dor" υποδεικνύει τον κάτοχο μιας δράσης, πράγμα που σημαίνει ότι ο "perdedor" είναι αυτός που χάνει.
Συνώνυμα: - Perdido - Fracasado - Derrotado
Αντώνυμα: - Ganador (νικητής) - Triunfador (θριαμβευτής) - Exitoso (επιτυχών)
Αυτή η πληροφορία παρέχει μια πλήρη εικόνα της λέξης "perdedor" και των παραπληρωματικών της εννοιών και χρήσεων.