perder - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

perder (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/pɾdeɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "perder" σημαίνει "να χάσω" ή "να χάσω κάτι". Χρησιμοποιείται ευρέως στη ζωή καθημερινό, είτε για φυσικές απώλειες (όπως η απώλεια ενός αντικειμένου) είτε για πιο αφηρημένες έννοιες (όπως η απώλεια ευκαιριών ή σχέσεων). Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη έμφαση στον προφορικό λόγω της συχνότητάς της σε καθημερινές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a perder mi tren si no apresuro.
  2. Θα χάσω το τρένο μου αν δεν βιαστώ.

  3. No quiero perder esta oportunidad.

  4. Δεν θέλω να χάσω αυτή την ευκαιρία.

Ιδωμάτια εκφράσεις με τη λέξη "perder"

  1. Perder la cabeza
  2. Έχω χάσει την κεφαλή μου.

    • Χρησιμοποιείται όταν κάποιος χάνει τον έλεγχο ή την ψυχραιμία του.
  3. Perder el tiempo

  4. Χάνω χρόνο.

    • Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος αφιερώνει χρόνο σε κάτι μη παραγωγικό.
  5. Perder el hilo

  6. Χάνω την άκρη.

    • Χρησιμοποιείται όταν κάποιος χάνει την ακολουθία ή τη συνέχεια μιας σκέψης ή συζήτησης.
  7. Perder el rumbo

  8. Χάνω τον προσανατολισμό.

    • Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος έχει χάσει την κατεύθυνσή του, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
  9. Perder las esperanzas

  10. Χάνω τις ελπίδες.
    • Χρησιμοποιείται όταν κάποιος σταματά να έχει ελπίδα για κάτι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "perder" προέρχεται από τη Λατινική λέξη perdere, η οποία σημαίνει "να καταστρέφω" ή "να χάνω". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια της καταστροφής ή της απώλειας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - desaparecer (να εξαφανιστώ) - perderse (να χαθώ) - fallar (να αποτύχω)

Αντώνυμα: - ganar (να κερδίσω) - conseguir (να επιτύχω) - obtener (να αποκτήσω)



22-07-2024