Ρήμα
/pɾdeɾ/
Η λέξη "perder" σημαίνει "να χάσω" ή "να χάσω κάτι". Χρησιμοποιείται ευρέως στη ζωή καθημερινό, είτε για φυσικές απώλειες (όπως η απώλεια ενός αντικειμένου) είτε για πιο αφηρημένες έννοιες (όπως η απώλεια ευκαιριών ή σχέσεων). Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη έμφαση στον προφορικό λόγω της συχνότητάς της σε καθημερινές συζητήσεις.
Θα χάσω το τρένο μου αν δεν βιαστώ.
No quiero perder esta oportunidad.
Έχω χάσει την κεφαλή μου.
Perder el tiempo
Χάνω χρόνο.
Perder el hilo
Χάνω την άκρη.
Perder el rumbo
Χάνω τον προσανατολισμό.
Perder las esperanzas
Η λέξη "perder" προέρχεται από τη Λατινική λέξη perdere, η οποία σημαίνει "να καταστρέφω" ή "να χάνω". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια της καταστροφής ή της απώλειας.
Συνώνυμα: - desaparecer (να εξαφανιστώ) - perderse (να χαθώ) - fallar (να αποτύχω)
Αντώνυμα: - ganar (να κερδίσω) - conseguir (να επιτύχω) - obtener (να αποκτήσω)