perder la cuenta (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου:
Η λέξη "perder la cuenta" αποτελεί φράση στην Ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή:
perder la cuenta: /peɾˈdeɾ la ˈkwenta/
Μεταφράσεις:
Χάνω τον υπολογισμό
Δυσκολεύομαι να κρατήσω τον λογαριασμό
Χάνω τον μετρητή
Χρήση στην Ισπανική:
Η φράση "perder la cuenta" χρησιμοποιείται για να εκφράσει την αδυναμία κάποιου να μετρήσει κάτι, να παρακολουθήσει μια σειρά αριθμών ή γεγονότων. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
No puedo contar cuántas veces me has salvado. En ocasiones, parezco perder la cuenta.
Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές με έχεις σώσει. Μερικές φορές, φαίνεται ότι χάνω τον υπολογισμό.
Después de tantos años de amistad, he perdido la cuenta de los momentos especiales que hemos pasado juntos.
Μετά από τόσα χρόνια φιλίας, έχω χάσει τον μετρητή των ξεχωριστών στιγμών που έχουμε περάσει μαζί.
Con tanto trabajo que tenemos, a veces perdemos la cuenta de las horas que dedicamos a nuestro proyecto.
Με τόση δουλειά που έχουμε, μερικές φορές χάνουμε τον υπολογισμό των ωρών που αφιερώνουμε στο έργο μας.
Ετυμολογία:
Η φράση "perder la cuenta" προέρχεται από το Ισπανικό ρήμα "perder", που σημαίνει "χάνω", και τη λέξη "cuenta", που σημαίνει "λογαριασμός".