Η φράση "perder terreno" είναι ένα ρήμα φράσης.
/pɛɾˈðeɾ teˈɾeno/
Η φράση "perder terreno" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την κατάσταση όπου κάποιος ή κάτι χάνει θέση, επιρροή ή πλεονέκτημα σε κάποιο τομέα ή σύγκριση. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά συμφραζόμενα.
Αυτή η φράση είναι πιο συχνά παρούσα στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που απαιτούν ανάλυση ή κριτική.
El candidato ha perdido terreno en las encuestas.
Ο υποψήφιος έχει χάσει έδαφος στις δημοσκοπήσεις.
La empresa está perdiendo terreno frente a la competencia.
Η εταιρεία χάνει έδαφος απέναντι στον ανταγωνισμό.
Η φράση "perder terreno" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Perder terreno en una discusión
Χάνω έδαφος σε μια συζήτηση.
(Χάνει κάποιος τη θέση του ή το πλεονέκτημα σε μια συζήτηση)
No podemos permitirnos perder terreno en el mercado
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να χάσουμε έδαφος στην αγορά.
(Αναφέρεται στην ανάγκη για διατήρηση ανταγωνιστικότητας)
El país ha perdido terreno en desarrollo tecnológico
Η χώρα έχει χάσει έδαφος στην τεχνολογική ανάπτυξη.
(Υποδηλώνει μια πτώση σε επίπεδα ανάπτυξης)
Es peligroso perder terreno en política
Είναι επικίνδυνο να χάσεις έδαφος στην πολιτική.
(Δηλώνει την ανάγκη διατήρησης ισχύος ή σειράς)
Perder terreno en relaciones internacionales
Χάσιμο εδάφους στις διεθνείς σχέσεις.
(Δηλώνει μείωση επιρροής ή συνεργασίας)
Η φράση "perder terreno" προέρχεται από το ρήμα "perder," που σημαίνει "χάνω," και το ουσιαστικό "terreno," που σημαίνει "έδαφος" ή "περιοχή." Αυτή η σύνθεση έχει επηρεαστεί από κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις που υπογραμμίζουν την έννοια της χαμένης θέσης.
Συνώνυμα:
- perder espacio (χάνω χώρο)
- perder influencia (χάνω επιρροή)
Αντώνυμα:
- ganar terreno (κερδίζω έδαφος)
- consolidar posición (εξασφαλίζω θέση)