Η λέξη "perdidas" είναι ουσιαστικό, πληθυντικός του θηλυκού γένους από το ρήμα "perder", που σημαίνει "να χάνω".
/peɾˈðidas/
Η λέξη "perdidas" αναφέρεται συνήθως σε πράγματα που έχουν χαθεί ή σε καταστάσεις που σχετίζονται με απώλειες. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως στην επιχειρηματικότητα, τις προσωπικές σχέσεις και την ψυχολογία. Η χρήση της είναι περισσότερο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά συναντάται επίσης σε κείμενα και αναφορές.
Οι απώλειες στην επιχείρηση ήταν σημαντικές φέτος.
Las pérdidas de tiempo son inevitables a veces.
Δεν υπάρχουν απώλειες χωρίς κέρδη.
Las pérdidas son una lección para el futuro.
Οι απώλειες είναι ένα μάθημα για το μέλλον.
No contar las pérdidas es ignorar la realidad.
Το να μην υπολογίζεις τις απώλειες είναι να αγνοείς την πραγματικότητα.
A veces, las pérdidas nos hacen más fuertes.
Η λέξη "perdidas" προέρχεται από το ρήμα "perder", το οποίο έχει τις ρίζες του στη Λατινική λέξη "perdĕre", που σημαίνει "να καταστρέφω" ή "να χάνω".
Συνώνυμα: - ausencias (απουσίες) - pérdidas (απώλειες)
Αντώνυμα: - ganancias (κερδισμένα) - hallazgos (ανακαλύψεις)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια εις βάθος ματιά στη λέξη "perdidas" και την επικοινωνιακή της αξία στη γλώσσα Ισπανικά.