perentorio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

perentorio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "perentorio" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "perentorio" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /peɾenˈtoɾjo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "perentorio" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - επιτακτικός - κατεπείγων - αναγκαστικός

Σημασία της λέξεως

Η λέξη "perentorio" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απαραίτητο, επείγον ή που απαιτεί άμεση ενέργεια. Στο νομικό πλαίσιο, συχνά αναφέρεται σε αποφάσεις, εντολές ή διαδικασίες που είναι δεσμευτικές και επίσημες. Η χρήση της στη γλώσσα των νομικών κειμένων είναι συχνή, ενώ μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο ιδιαίτερα σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El aviso del tribunal fue perentorio y debía ser cumplido de inmediato.
  2. Η ειδοποίηση του δικαστηρίου ήταν επιτακτική και έπρεπε να τηρηθεί άμεσα.

  3. La resolución perentoria del juez dejó claro que no había más tiempo.

  4. Η επιτακτική απόφαση του δικαστή άφησε σαφές ότι δεν υπήρχε άλλος χρόνος.

  5. Es perentorio que presentemos los documentos antes de la fecha límite.

  6. Είναι επιτακτικό να υποβάλουμε τα έγγραφα πριν από την προθεσμία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "perentorio" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Actuar de manera perentoria.
  2. Δρω με επιτακτικότητα.

  3. Requerir una respuesta perentoria.

  4. Απαιτώ μια επιτακτική απάντηση.

  5. Presentar pruebas perentorias en el juicio.

  6. Παρουσίαση επιτακτικών αποδείξεων στη δίκη.

  7. La situación demanda decisiones perentorias.

  8. Η κατάσταση απαιτεί επιτακτικές αποφάσεις.

  9. Existen plazos perentores para la entrega de documentos.

  10. Υπάρχουν επιτακτικοί προθεσμοί για την παράδοση των εγγράφων.

  11. Se emitió una orden perentoria de desalojo.

  12. Εκδόθηκε μια επιτακτική εντολή εκκένωσης.

Ετυμολογία

Η λέξη "perentorio" προέρχεται από τα Λατινικά "peremptorius", που σημαίνει "αυτός που καταργεί ή εκδίδει", από το ρήμα "perimere" (να σκοτώνω ή να καταργώ).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - επιτακτικός - αναγκαίος - κατεπείγων

Αντώνυμα: - προαιρετικός - μη επείγων - απαλλαγμένος από ανάγκη



23-07-2024