Η λέξη "perentorio" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "perentorio" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /peɾenˈtoɾjo/
Η λέξη "perentorio" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - επιτακτικός - κατεπείγων - αναγκαστικός
Η λέξη "perentorio" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απαραίτητο, επείγον ή που απαιτεί άμεση ενέργεια. Στο νομικό πλαίσιο, συχνά αναφέρεται σε αποφάσεις, εντολές ή διαδικασίες που είναι δεσμευτικές και επίσημες. Η χρήση της στη γλώσσα των νομικών κειμένων είναι συχνή, ενώ μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο ιδιαίτερα σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Η ειδοποίηση του δικαστηρίου ήταν επιτακτική και έπρεπε να τηρηθεί άμεσα.
La resolución perentoria del juez dejó claro que no había más tiempo.
Η επιτακτική απόφαση του δικαστή άφησε σαφές ότι δεν υπήρχε άλλος χρόνος.
Es perentorio que presentemos los documentos antes de la fecha límite.
Η λέξη "perentorio" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Δρω με επιτακτικότητα.
Requerir una respuesta perentoria.
Απαιτώ μια επιτακτική απάντηση.
Presentar pruebas perentorias en el juicio.
Παρουσίαση επιτακτικών αποδείξεων στη δίκη.
La situación demanda decisiones perentorias.
Η κατάσταση απαιτεί επιτακτικές αποφάσεις.
Existen plazos perentores para la entrega de documentos.
Υπάρχουν επιτακτικοί προθεσμοί για την παράδοση των εγγράφων.
Se emitió una orden perentoria de desalojo.
Η λέξη "perentorio" προέρχεται από τα Λατινικά "peremptorius", που σημαίνει "αυτός που καταργεί ή εκδίδει", από το ρήμα "perimere" (να σκοτώνω ή να καταργώ).
Συνώνυμα: - επιτακτικός - αναγκαίος - κατεπείγων
Αντώνυμα: - προαιρετικός - μη επείγων - απαλλαγμένος από ανάγκη