Η λέξη "perezoso" είναι επίθετο.
/pereˈθoso/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /pereˈsoso/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "perezoso" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάποιον που είναι τεμπέλης ή δεν δείχνει διάθεση να εργαστεί ή να κινηθεί. Χρησιμοποιείται συχνά και σε μεταφορική έννοια για να περιγράψει έναν αργό τρόπο ζωής ή αδιάφορη στάση απέναντι στις υποχρεώσεις. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο και έχει ικανοποιητική συχνότητα χρήσης.
El niño es muy perezoso y nunca quiere hacer sus tareas.
(Το παιδί είναι πολύ τεμπέλης και ποτέ δεν θέλει να κάνει τις εργασίες του.)
No seas perezoso, es hora de levantarse y trabajar.
(Μην είσαι τεμπέλης, είναι ώρα να σηκωθείς και να δουλέψεις.)
Los perezosos pasan la mayor parte del tiempo durmiendo en los árboles.
(Οι τεμπέληδες περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους κοιμισμένοι στα δέντρα.)
Η λέξη "perezoso" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει ανθρώπους ή καταστάσεις που σχετίζονται με τη νωθρότητα ή την τεμπελιά.
Estar como un perezoso.
(Να είσαι σαν έναν τεμπέλη.)
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι πολύ αδρανής ή ανενεργός.
No puedo ser perezoso todo el tiempo.
(Δεν μπορώ να είμαι τεμπέλης όλη την ώρα.)
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ανάγκη για εργασία και παραγωγικότητα.
A veces hay que dejar de ser perezoso y tomar acción.
(Μερικές φορές πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε τεμπέληδες και να πάρουμε δράση.)
Μια προτροπή για να ξεπεράσουμε την τεμπελιά μας.
Η λέξη "perezoso" προέρχεται από το λατινικό "pigricĭdus" που σημαίνει "τεμπέλης" ή "νωθρός".