Το "perforar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "perforar" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι: /peɾ.foˈɾaɾ/
Η λέξη "perforar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να δημιουργηθεί μια τρύπα ή μία διάτρηση σε κάποιο υλικό ή αντικείμενο. Είναι ένα κοινό ρήμα που χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων της τεχνικής, ιατρικής, και στρατιωτικής γλώσσας. Η κατανόηση της λέξης είναι σημαντική σε τεχνικές διαδικασίες ή χειρουργικές επεμβάσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Voy a perforar el metal para hacer un agujero.
(Θα τρυπήσω το μέταλλο για να κάνω μία τρύπα.)
Ellos necesitan perforar la pared para instalar el cableado.
(Χρειάζονται να τρυπήσουν τον τοίχο για να εγκαταστήσουν την καλωδίωση.)
En la cirugía, a veces es necesario perforar tejidos.
(Στη χειρουργική, μερικές φορές είναι απαραίτητο να διατρήσουν ιστούς.)
Ejemplo: Siempre es difícil perforar la burbuja de la ignorancia.
(Πάντα είναι δύσκολο να τρυπήσεις την φούσκα της άγνοιας.)
Perforar en el corazón
(Τρυπάω στην καρδιά) – Χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια συναισθηματική πληγή.
Ejemplo: Sus palabras perforaron en el corazón.
(Τα λόγια του τρύπησαν στην καρδιά.)
No perforar más allá del límite
(Μη τρυπάτε πέρα από το όριο) – Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι πρέπει να τηρούνται οι προσοχές και οι όρια.
Η λέξη "perforar" προέρχεται από το λατινικό "perforare", που σημαίνει "τρυπώ" ή "διατρυπώ".
Συνώνυμα:
- perforar (τρυπάω)
- degollar (διατρυπάω)
Αντώνυμα:
- sellar (σφραγίζω)
- cerrar (κλείνω)