Η λέξη "pericia" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "pericia": /peˈɾiθja/
Η λέξη "pericia" αναφέρεται σε μια εξειδικευμένη γνώση ή ικανότητα σε συγκεκριμένο τομέα. Χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο του νόμου, της ιατρικής και άλλων επαγγελματικών τομέων. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή και εμφανίζεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη παρουσία σε νομικά και τεχνικά κείμενα.
Η επιμέλεια του δικηγόρου ήταν κρίσιμη για να κερδηθεί η υπόθεση.
Se necesita pericia para realizar esta cirugía con éxito.
Η λέξη "pericia" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
"Με επιμέλεια και υπομονή, επιτυγχάνονται μεγάλοι στόχοι."
"No hay que subestimar la pericia del experto en la materia."
"Δεν πρέπει να υποτιμούμε την επιμέλεια του ειδικού στο θέμα."
"La pericia del mecánico salvó la situación cuando el coche falló."
"Η επιμέλεια του μηχανικού έσωσε την κατάσταση όταν το αυτοκίνητο απέτυχε."
"Con pericia y dedicación, logró resolver el problema."
"Μέσω επιμέλειας και αφοσίωσης, κατάφερε να λύσει το πρόβλημα."
"La pericia en el análisis de datos es fundamental en esta empresa."
Η λέξη "pericia" προέρχεται από το λατινικό "peritia", που σημαίνει "εκπαίδευση", "επιδεξιότητα".