Η λέξη "pericial" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pericial" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /peɾiˈθijal/
Η λέξη "pericial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την εμπειρογνωμοσύνη ή κατάθεση εμπειρογνωμόνων, συνήθως σε νομικά ή τεχνικά ζητήματα. Είναι πιο κοινή στη νομική ορολογία, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις όπου απαιτείται ειδική γνώση. Στη χρήση, οι γλωσσικές παραλλαγές είναι παρούσες κυρίως σε γραπτό λόγο, ωστόσο, η λέξη μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικούς διαλόγους, ιδιαίτερα σε νομικά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
"Η αναφορά εμπειρογνωμοσύνης ήταν καθοριστική στην δίκη."
"Necesitamos un análisis pericial para resolver este caso."
"Χρειαζόμαστε μια εμπειρογνωμονική ανάλυση για να επιλύσουμε αυτή την υπόθεση."
"Los testimonios periciales aportaron claridad a la situación."
Η λέξη "pericial" συνδέεται συχνά με νομικές και τεχνικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε επίσημη αναφορά που εκδίδεται από ειδικό.
"Expertos periciales"
Αναφέρεται σε ειδικούς που δίνουν γνώμη σε νομικές ή τεχνικές υποθέσεις.
"Prueba pericial"
Αναφέρεται σε αποδείξεις που παρέχονται από εμπειρογνώμονες στη νομική διαδικασία.
"Informe pericial técnico"
Η λέξη "pericial" προέρχεται από το λατινικό "peritia", που σημαίνει "γνώση" ή "ικανότητα", που έχει σχέση με τον τομέα της εμπειρογνωμοσύνης.
Συνώνυμα: - Εμπειρογνώμονες - Γνωμοδότηση - Ειδικότητα
Αντώνυμα: - Ανειδίκευτος - Άγνοια - Ακατάλληλος