Το "peritaje" είναι ουσιαστικό.
/peɾiˈtaxe/
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "peritaje" αναφέρεται στη διαδικασία αξιολόγησης ή εξέτασης που εκτελείται από έναν εμπειρογνώμονα για να διαπιστωθεί η κατάσταση ενός αντικειμένου ή θέματος, συχνά σε νομικά ή οικονομικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή αναφορές.
Η εκτίμηση της ιδιοκτησίας αποκάλυψε αρκετές κρυφές ζημιές.
Se requiere un peritaje para determinar el valor real del coche.
Η λέξη "peritaje" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πλούσιες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις στην νομική και οικονομική γλώσσα:
Η εκτίμηση της υπόθεσης είναι θεμελιώδης για την υπεράσπιση.
El peritaje judicial permite aclarar muchas dudas en un juicio.
Η δικαστική εκτίμηση επιτρέπει να διευκρινιστούν πολλές αμφιβολίες σε μια δίκη.
Necesitamos un peritaje especializado para evaluar los daños en la cocina.
Χρειαζόμαστε μια ειδική εκτίμηση για να αξιολογήσουμε τις ζημιές στην κουζίνα.
El peritaje contable mostró irregularidades en los informes financieros.
Η λογιστική εκτίμηση έδειξε ανωμαλίες σε οικονομικές εκθέσεις.
La importancia del peritaje en la construcción es innegable.
Η λέξη "peritaje" προέρχεται από το λατινικό "peritia", που σημαίνει "δεξιότητα" ή "εμπειρία", συνδυασμένο με το ελληνικό πρόθεμα "per" που σημαίνει "μέσω" ή "διά".
Συνώνυμα: - Evaluación - Confirmación - Dictamen
Αντώνυμα: - Desprecio - Negación - Ignorancia
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "peritaje" στην ισπανική γλώσσα.