perito - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

perito (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "perito" είναι ουσιαστικό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με βάση το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /peˈɾito/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "perito" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ειδικός - εμπειρογνώμονας

Σημασία της λέξης

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "perito" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε άτομο που έχει μεγάλη εμπειρία ή εξειδίκευση σε ένα συγκεκριμένο τομέα, όπως η ιατρική, η οικονομία ή το δίκαιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα εργασίας, επιστημονικής έρευνας και νομικών υποθέσεων. Εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El perito realizó un informe sobre las causas del accidente.
    (Ο εμπειρογνώμονας πραγματοποίησε μια έκθεση σχετικά με τα αίτια του ατυχήματος.)

  2. El testimonio del perito fue crucial en el juicio.
    (Η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα ήταν κρίσιμη στη δίκη.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "perito" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα με τη σχετική μετάφραση:

  1. Estar en manos de un perito
    (Να είσαι στα χέρια ενός εμπειρογνώμονα)
    Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος εμπιστεύεται τη γνώμη ενός ειδικού.

  2. Conocer a un perito de confianza
    (Να γνωρίζεις έναν αξιόπιστο εμπειρογνώμονα)
    Σημαίνει ότι έχετε έναν ιδιαίτερα ικανό και αξιόπιστο σύμβουλο στην κρίσιμη ανάγκη.

  3. Ser perito en la materia
    (Να είσαι ειδικός στο θέμα)
    Αναφέρεται σε κάποιον που έχει αδιαμφισβήτητες γνώσεις σε συγκεκριμένο τομέα.

  4. Perito forense
    (Ιατροδικαστικός εμπειρογνώμονας)
    Ειδικός στις ιατροδικαστικές επιστήμες που εργάζεται σε νομικές υποθέσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "perito" προέρχεται από την λατινική λέξη "peritus", που σημαίνει "έμπειρος", "ικανός".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Especialista (ειδικός) - Experto (έμπειρος)

Αντώνυμα: - Inexperto (άπειρος) - Novato (νεοεισερχόμενος, αρχάριος)



22-07-2024