Το "permanecer" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /peɾma.neˈθeɾ/
Το ρήμα "permanecer" σημαίνει "να παραμείνεις" ή "να μείνεις" σε κάποιο τόπο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Αν και χρησιμοποιείται με παρόμοια συχνότητα σε αυτούς τους δύο τομείς, οι γραπτές εκφράσεις τείνουν να είναι περισσότερο επίσημες.
Είναι σημαντικό να παραμείνεις ήρεμος κατά τη διάρκεια της έκτακτης ανάγκης.
Decidí permanecer en casa el fin de semana.
Το "permanecer" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Να παραμείνεις στην κορυφή.
Permanecer al margen.
Να παραμείνεις στο περιθώριο.
Permanecer fiel.
Να παραμείνεις πιστός.
Permanecer alerta.
Να παραμείνεις σε εγρήγορση.
Permanecer en silencio.
Η λέξη "permanecer" προέρχεται από το λατινικό "permanere", που σημαίνει "παραμένω" ή "υπομένω".
Συνώνυμα: - Quedarse (μένω) - Estar (είμαι)
Αντώνυμα: - Irse (φεύγω) - Marcharse (αναχωρώ)