Η λέξη "permanente" είναι επίθετο.
/peɾ.maˈnen.te/
Η λέξη "permanente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι μόνιμο, διαρκές ή σταθερό. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να αναφέρεται σε διάφορους τομείς, όπως νομικά, τεχνικά και γενικά θέματα.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη παρουσία στο γραπτό πλαίσιο.
Η σύμβαση είναι μόνιμη.
Ella decidió buscar un trabajo permanente.
Η λέξη "permanente" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις της σε διάφορα συμφραζόμενα.
Se refiere a un cambio que no se revertirá.
Permanente solución.
Indica una solución que resolverá un problema de forma duradera.
Permanentemente inactivo.
Η λέξη "permanente" προέρχεται από το λατινικό "permanens", που σημαίνει "παραμένοντας".
Συνώνυμα: - constante - duradero
Αντώνυμα: - temporal - pasajero
Αυτή η ανάλυση της λέξης "permanente" καλύπτει τις κύριες πτυχές της, περιλαμβάνοντας σημασία, χρήση και λογισμικό.