permanente - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

permanente (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "permanente" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/peɾ.maˈnen.te/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "permanente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι μόνιμο, διαρκές ή σταθερό. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να αναφέρεται σε διάφορους τομείς, όπως νομικά, τεχνικά και γενικά θέματα.

Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη παρουσία στο γραπτό πλαίσιο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El contrato es permanente.
  2. Η σύμβαση είναι μόνιμη.

  3. Ella decidió buscar un trabajo permanente.

  4. Αυτή αποφάσισε να βρει μια μόνιμη εργασία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "permanente" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά υπάρχουν κάποιες χρήσεις της σε διάφορα συμφραζόμενα.

  1. Cambio permanente.
  2. Μόνιμη αλλαγή.
  3. Se refiere a un cambio que no se revertirá.

  4. Permanente solución.

  5. Μόνιμη λύση.
  6. Indica una solución que resolverá un problema de forma duradera.

  7. Permanentemente inactivo.

  8. Μόνιμα ανενεργός.
  9. Describe algo o alguien que no realiza actividad de manera constante.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "permanente" προέρχεται από το λατινικό "permanens", που σημαίνει "παραμένοντας".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - constante - duradero

Αντώνυμα: - temporal - pasajero

Αυτή η ανάλυση της λέξης "permanente" καλύπτει τις κύριες πτυχές της, περιλαμβάνοντας σημασία, χρήση και λογισμικό.



22-07-2024