Permeable είναι επίθετο.
/peɾˈme.a.βle/
Η λέξη permeable αναφέρεται σε υλικά που επιτρέπουν τη διείσδυση ή τη ροή άλλων ουσιών μέσω αυτών, όπως υγρών ή αερίων. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στη γεωλογία, τη βιολογία και τη μηχανική. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
El agua puede pasar a través de un material permeable.
(Το νερό μπορεί να περάσει μέσα από ένα διαπερατό υλικό.)
En la biología, las membranas celulares son permeables a ciertos nutrientes.
(Στη βιολογία, οι κυτταρικές μεμβράνες είναι διαπερατές σε ορισμένα θρεπτικά συστατικά.)
Η λέξη permeable δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που εκφράζουν την έννοια της διείσδυσης ή της ανοχής σε διάφορα στοιχεία.
Material permeable a la luz.
(Υλικό διαπερατό στο φως.)
La mente permeable a nuevas ideas.
(Ο νους διαπερατός σε νέες ιδέες.)
Sistemas permeables a la innovación.
(Συστήματα διαπερατά στην καινοτομία.)
Η λέξη permeable έχει τις ρίζες της στα Λατινικά, προερχόμενη από το "permeabilis", το οποίο σημαίνει "αυτό που μπορεί να διαπεραστεί".
Συνώνυμα: - Transpirable (αναπνεύσιμο) - Poroso (πόρο-κλειστό)
Αντώνυμα: - Impertérrito (αδιάβατο) - Impermeable (μη διαπερατό)