Λέξη: permisivo
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: [peɾmiˈsivo]
Η λέξη permisivo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που επιτρέπει, είναι ανεκτικός ή ελεύθερος, κάποιες φορές σχετιζόμενο με την ελεύθερη συμπεριφορά ή την απουσία αυστηρών κανόνων. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση προς τον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
El profesor es muy permisivo con sus alumnos.
Ο δάσκαλος είναι πολύ επιεικής με τους μαθητές του.
En una sociedad permisiva, la gente tiende a ser más abierta a diferentes opiniones.
Σε μια ανεκτική κοινωνία, οι άνθρωποι τείνουν να είναι πιο ανοιχτοί σε διαφορετικές απόψεις.
Los padres permisivos a menudo tienen dificultades para establecer límites.
Οι επιεικείς γονείς συχνά έχουν δυσκολίες στο να θέσουν όρια.
Η λέξη permisivo χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Un ambiente permisivo
Ἐννοεί έναν χώρο ή κατάσταση όπου κυριαρχεί η ελευθερία και η ανεκτικότητα.
En un ambiente permisivo, las personas se sienten libres para expresarse.
Σε ένα ανεκτικό περιβάλλον, οι άνθρωποι αισθάνονται ελεύθεροι να εκφραστούν.
Actitud permisiva
Περιγράφει μια στάση ή συμπεριφορά που επιτρέπει ή δεν επιβάλλει αυστηρούς κανόνες.
Tener una actitud permisiva puede ser beneficioso en algunas situaciones.
Η ύπαρξη μιας ανεκτικής στάσης μπορεί να είναι επωφελής σε ορισμένες καταστάσεις.
Reglas permisivas
Αναφέρεται σε κανόνες που είναι ελαστικοί ή ανοίγουν εύκολες διαδρομές.
Las reglas permisivas en la clase fomentan la creatividad de los estudiantes.
Οι ανεκτικοί κανόνες στην τάξη ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα των μαθητών.
Η λέξη permisivo προέρχεται από το λατινικό permissivus, που σημαίνει "να επιτρέπεται", συνδυάζοντας το πρόθεμα "per-" (μέσω) με τη ρίζα "mittere" (να αφήνεις ή να στέλνεις).
indulgente
Αντώνυμα: