permisivo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

permisivo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Λέξη: permisivo
Μέρος του λόγου: Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [peɾmiˈsivo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη permisivo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που επιτρέπει, είναι ανεκτικός ή ελεύθερος, κάποιες φορές σχετιζόμενο με την ελεύθερη συμπεριφορά ή την απουσία αυστηρών κανόνων. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση προς τον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El profesor es muy permisivo con sus alumnos.
    Ο δάσκαλος είναι πολύ επιεικής με τους μαθητές του.

  2. En una sociedad permisiva, la gente tiende a ser más abierta a diferentes opiniones.
    Σε μια ανεκτική κοινωνία, οι άνθρωποι τείνουν να είναι πιο ανοιχτοί σε διαφορετικές απόψεις.

  3. Los padres permisivos a menudo tienen dificultades para establecer límites.
    Οι επιεικείς γονείς συχνά έχουν δυσκολίες στο να θέσουν όρια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη permisivo χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Un ambiente permisivo
    Ἐννοεί έναν χώρο ή κατάσταση όπου κυριαρχεί η ελευθερία και η ανεκτικότητα.
    En un ambiente permisivo, las personas se sienten libres para expresarse.
    Σε ένα ανεκτικό περιβάλλον, οι άνθρωποι αισθάνονται ελεύθεροι να εκφραστούν.

  2. Actitud permisiva
    Περιγράφει μια στάση ή συμπεριφορά που επιτρέπει ή δεν επιβάλλει αυστηρούς κανόνες.
    Tener una actitud permisiva puede ser beneficioso en algunas situaciones.
    Η ύπαρξη μιας ανεκτικής στάσης μπορεί να είναι επωφελής σε ορισμένες καταστάσεις.

  3. Reglas permisivas
    Αναφέρεται σε κανόνες που είναι ελαστικοί ή ανοίγουν εύκολες διαδρομές.
    Las reglas permisivas en la clase fomentan la creatividad de los estudiantes.
    Οι ανεκτικοί κανόνες στην τάξη ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητα των μαθητών.

Ετυμολογία

Η λέξη permisivo προέρχεται από το λατινικό permissivus, που σημαίνει "να επιτρέπεται", συνδυάζοντας το πρόθεμα "per-" (μέσω) με τη ρίζα "mittere" (να αφήνεις ή να στέλνεις).

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024