Το "permutar" είναι ρήμα.
/vɛr.muˈtaɾ/
Το "permutar" σημαίνει να αλλάζω ή να ανταλλάσσω δύο ή περισσότερα στοιχεία. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, όπως η νομική ανταλλαγή περιουσίας, η φυσική ανταλλαγή στοιχείων ή στις καθημερινές συναλλαγές. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να συνοδεύεται από τεχνικές ή αμιγώς καθημερινές έννοιες. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Οι μαθητές μπορούν να ανταλλάξουν τα βιβλία τους.
Vamos a permutar los asientos en la reunión.
Θα αλλάξουμε τα καθίσματα στη συνάντηση.
Es beneficioso permutar ideas en un equipo de trabajo.
Η λέξη "permutar" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ευρέως αναγνωρίσιμες ως κοινές φράσεις.
Μερικές φορές είναι απαραίτητο να αλλάζουμε ρόλους σε μια συζήτηση για να κατανοούμε καλύτερα τη θέση του άλλου.
Permutar las cartas:
Η λέξη "permutar" προέρχεται από το λατινικό "permutare", το οποίο αποτελείται από το "per-" (κάτω από) και "mutare" (να αλλάξει).
Συνώνυμα: - cambiar (να αλλάξω) - trocar (να ανταλλάξω)
Αντώνυμα: - conservar (να διατηρήσω) - mantener (να κρατήσω)